αγδίκητος

αγδίκητος
αγδίκιωτος, η , ο неотомщённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αγδίκητος" в других словарях:

  • αγδίκητος — και αγδίκιωτος, η, ο 1. αυτός που δεν πήρε εκδίκηση για τον εαυτό του 2. αυτός για τον οποίο δεν πάρθηκε εκδίκηση για κάποιο αδίκημα που τού έκαναν, ο ανεκδίκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + όψιμο μσν. γδίκοῦμαι και ’γδικιώνω] …   Dictionary of Greek

  • αγδίκητος — η, ο και αγδίκιωτος, η, ο εκείνος για τον οποίο δεν πάρθηκε εκδίκηση: Δεν ξεχνούσε πως ο φόνος του πατέρα του έμενε αγδίκιωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγδίκιωτος — η, ο βλ. αγδίκητος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»